ΠΙΣΩ απ’ τους βράχους έρπει ερημική
η ασημένια σκέψη της σελήνης.
Στο παιδικό προσκέφαλο γυαλιστερά κοχύλια
κυανές φωνές του ωκεανού στον ύπνο
οι Σειρήνες με λύρες από κόκαλα ψαριών.
Ω Θεά του μακρινού νησιού
στο πελαγίσιο σου άντρο οι σταλακτίτες
κι αν μελωδούν τον ύπνο της ωχρής γαλήνης
κι αν το λαμπρό σου στήθος αμιλλάται
τον μπλαβό κύκλο του έναστρου πελάγου
κι είναι ένα στέφανο ξανθό από μέλισσες
γύρω στην κρήνη όπου το φως εισδύει αδιόρατο
αρωματίζοντας τη σκιά των τρισμεγάλων δέντρων—
το ξέρεις πως θα φύγει ο πολυμήχανος.
Ο Λαέρτης με το σκύλο του πάνω στο βράχο
θα περιμένει μάταια.
Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνός
χρυσός απ’ τ’ αυγινό νερό
με ορθή την ήβη σχεδιασμένη στην κορνίζα του ήλιου
φεύγαν η Ναυσικά κι οι ωραίες παρθένες έντρομες
πίσω απ’ τα δέντρα
και τα γυμνά τους πέλματα μετέωρα
λαός περιστεριών από άσπρο φως
φτερούγιζαν στην πράσινη αντανάκλαση της χλόης.
…Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσα
το βραδινό τραπέζι μας λιτό.
Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξη
και το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζε
στα ελληνικά χωμάτινα λαγήνια
σκηνές από την Τροία.
Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρα
κι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυ
σκυφτή και λυπημένη κάτω απ’ τ’ άστρα
και στα περβάζια του νησιού στενάζαν τα κορίτσια
που αρραβωνιάστηκαν τον Οδυσσέα.